Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G4905: συνέρχομαι

G
« G4904

G4905: συνέρχομαι

G4906 »
Часть речи: Глагол
Значение слова συνέρχομαι:

1. идти или приходить (вместе) с, сопровождать;
2. сходиться, собираться.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G4862 (sun) and G2064 (erchomai); to convene, depart in company with, associate with, or (specially), cohabit (conjugally) — accompany, assemble (with), come (together), come (company, go) with, resort.

Транслитерация:
сунерхомаи / synérchomai

Произношение:
синэ́рхοмэ / soon-er'-khom-ahee

старая версия:


Варианты синодального перевода:

собрались (3), вы собираетесь (2), сочетались (1), сходится (1), стекалось (1), пришедших (1), сходятся (1), сойдясь (1), которые находились (1), собрался (1), Сходились (1), пошел с (1), пошли с (1), собравшихся (1), пришедшие с (1), чтобы я шел с (1), шедшего с (1), с собравшимися (1), шли (1), соберется (1), пришли (1), сошлись (1), будьте (1), собираетесь (1), собираясь (1), собираться (1), сойдется (1), вы сходитесь (1).

Варианты в King James Bible (32):

assembled, companied, accompanied, resorted, come, resort, went, came, together, with

Варианты в English Standard Version (27):

assembled, accompanied, had come with, had not accompanied, you come together, to accompany, accompanied by, who have accompanied, they were there, [and] went with, comes, your gatherings, who had come with, [who] had accompanied, come together, to assemble, gathered together, when you come together, had gathered, came together, who had gathered [there], came...

Варианты в New American Standard Bible (41):

assembled, accompanied, meet, come, go, gone, assemble, assembles, coming, went, came, gathered, together, gathering

Варианты в греческом тексте:

συνελεύσονται, συνεληλύθεισαν, συνεληλυθότας, συνεληλυθυῖαι, συνελθεῖν, συνέλθῃ, συνελθόντα, συνελθόντας, συνελθόντες, συνελθόντων, συνελθούσαις, συνέρχεσθε, συνέρχεται, συνέρχησθε, συνερχόμενοι, συνερχομένων, Συνερχομένων, συνέρχονται, συνῆλθεν, συνῆλθον, συνήρχετο, συνήρχοντο


Используется в Новом Завете 32 раза в 32 стихах   показать где используется в НЗ
и с добавлением белорусских переводов
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G4862 — σύν;
G2839 — κοινός;
G3326 — μετά;
G3342 — μεταξύ;
G4773 — συγγενής;
G4774 — συγγνώμη;
G4775 — συγκάθημαι;
G4776 — συγκαθίζω;
G4777 — συγκακοπαθέω;
G4778 — συγκακουχέω;
G4779 — συγκαλέω;
G4780 — συγκαλύπτω;
G4781 — συγκάμπτω;
G4782 — συγκαταβαίνω;
G4784 — συγκατατίθεμαι;
G4785 — συγκαταψηφίζω;
G4786 — συγκεράννυμι;
G4788 — συγκλείω;
G4789 — συγκληρονόμος;
G4790 — συγκοινωνέω;
G4791 — συγκοινωνός;
G4792 — συγκομίζω;
G4793 — συγκρίνω;
G4794 — συγκύπτω;
G4795 — συγκυρία;
G4796 — συγχαίρω;
G4797 — συγχέω;
G4798 — συγχράομαι;
G4800 — συζάω;
G4801 — συζεύγνυμι;
G4802 — συζητέω;
G4806 — συζωοποιέω;
G4814 — συλλαλέω;
G4815 — συλλαμβάνω;
G4816 — συλλέγω;
G4817 — συλλογίζομαι;
G4818 — συλλυπέω;
G4819 — συμβαίνω;
G4820 — συμβάλλω;
G4821 — συμβασιλεύω;
G4822 — συμβιβάζω;
G4823 — συμβουλεύω;
G4825 — σύμβουλος;
G4827 — συμμαθητής;
G4828 — συμμαρτυρέω;
G4829 — συμμερίζομαι;
G4830 — συμμέτοχος;
G4831 — συμμιμητής;
G4832 — συμμορφός;
G4836 — συμπαραγίνομαι;
G4837 — συμπαρακαλέω;
G4838 — συμπαραλαμβάνω;
G4839 — συμπαραμένω;
G4840 — συμπάρειμι;
G4841 — συμπάσχω;
G4842 — συμπέμπω;
G4843 — συμπεριλαμβάνω;
G4844 — συμπίνω;
G4845 — συμπληρόω;
G4846 — συμπνίγω;
G4847 — συμπολίτης;
G4848 — συμπορεύομαι;
G4850 — συμπρεσβύτερος;
G4851 — συμφέρω;
G4852 — σύμφημι;
G4853 — συμφυλέτης;
G4854 — σύμφυτος;
G4855 — συμφύω;
G4859 — σύμφωνος;
G4860 — συμψηφίζω;
G4861 — σύμψυχος;
G4863 — συνάγω;
G4865 — συναγωνίζομαι;
G4866 — συναθλέω;
G4867 — συναθροίζω;
G4868 — συναίρω;
G4869 — συναιχμάλωτος;
G4870 — συνακολουθέω;
G4871 — συναλίζω;
G4872 — συναναβαίνω;
G4873 — συνανάκειμαι;
G4874 — συναναμίγνυμι;
G4875 — συναναπαύομαι;
G4876 — συναντάω;
G4878 — συναντιλαμβάνομαι;
G4879 — συναπαγω;
G4880 — συναποθνήσκω;
G4881 — συναπόλλυμι;
G4882 — συναποστέλλω;
G4883 — συναρμολογέω;
G4884 — συναρπάζω;
G4885 — συναυξάνω;
G4886 — σύνδεσμος;
G4887 — συνδέω;
G4888 — συνδοξάζω;
G4889 — σύνδουλος;
G4891 — συνεγείρω;
G4892 — συνέδριον;
G4894 — συνείδω;
G4895 — σύνειμι;
G4896 — σύνειμ;
G4897 — συνεισέρχομαι;
G4898 — συνέκδημος;
G4899 — συνεκλεκτός;
G4900 — συνελαύνω;
G4901 — συνεπιμαρτυρέω;
G4902 — συνέπομαι;
G4904 — συνεργός;
G4906 — συνεσθίω;
G4909 — συνευδοκέω;
G4910 — συνευωχέω;
G4911 — συνεφίστημι;
G4912 — συνέχω;
G4913 — συνήδομαι;
G4914 — συνήθεια;
G4915 — συνηλικιώτης;
G4916 — συνθάπτω;
G4917 — συνθλάω;
G4918 — συνθλίβω;
G4919 — συνθρύπτω;
G4920 — συνίημι;
G4921 — συνιστάω, συνιστάνω, συνίστημι;
G4922 — συνοδεύω;
G4923 — συνοδία;
G4924 — συνοικέω;
G4925 — συνοικοδομέω;
G4926 — συνομιλέω;
G4927 — συνομορέω;
G4929 — συντάσσω;
G4931 — συντελέω;
G4932 — συντέμνω;
G4933 — συντηρέω;
G4934 — συντίθεμαι;
G4936 — συντρέχω;
G4937 — συντρίβω;
G4939 — σύντροφος;
G4940 — συντυγχάνω;
G4942 — συνυποκρίνομαι;
G4943 — συνυπουργέω;
G4944 — συνωδίνω;
G4945 — συνωμοσία;
G4952 — συσπαράσσω;
G4953 — σύσσημον;
G4954 — σύσσωμος;
G4955 — συστασιαστής;
G4957 — συσταυρόω;
G4958 — συστέλλω;
G4959 — συστενάζω;
G4960 — συστοιχέω;
G4961 — συστρατιώτης;
G4962 — συστρέφω;
G4964 — συσχηματίζω;
G2064 — ἔρχομαι;
G424 — ἀνέρχομαι;
G565 — ἀπέρχομαι;
G1330 — διέρχομαι;
G1525 — εἰσέρχομαι;
G1658 — ἐλεύθερος;
G1660 — ἔλευσις;
G1831 — ἐξέρχομαι;
G1904 — ἐπέρχομαι;
G2718 — κατέρχομαι;
G3801 — ὁ ὢν ὁ ἦν ὁ ἐρχόμενος;
G3928 — παρέρχομαι;
G4022 — περιέρχομαι;
G4281 — προέρχομαι;
G4334 — προσέρχομαι;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H622 — אָסַף (aw-saf');
H935 — בּוֹא (bo);
H1980 — הָלַךְ (haw-lak');
H2263 — חָבַק (khaw-bak');
H3259 — יָעַד (yaw-ad');
H6298 — פָּגַשׁ (paw-gash');
H6908 — קָבַץ (kaw-bats');


2007–2024. Сделано с любовью для любящих и ищущих Бога. Если у вас есть вопросы или пожелания, то пишите нам: bible-man@mail.ru.